Ειδικότερα, το ΣτΕ επισημαίνει ότι η μη χορήγηση ή η αφαίρεση διαβατηρίου σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης για κακούργημα ή για πλημμέλημα «δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που συνδέονται με την ανάγκη αποτροπής του κινδύνου διαφυγής σε τρίτες χώρες, μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των προσώπων σε βάρος των οποίων υφίστανται σοβαρές ενδείξεις, κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστικού οργάνου, τέλεσης ιδιαιτέρως σοβαρής, ποινικώς κολάσιμης πράξης και αποβλέπει δε στη διασφάλιση της αυτοπρόσωπης παρουσίας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη και στην απρόσκοπτη διεξαγωγή της, καθώς και στη διασφάλιση ότι θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης».Κατά τους συμβούλους Επικρατείας το ΠΔ 25/2004 που προβλέπει τη μη χορήγηση διαβατηρίου στις περιπτώσεις αυτές, «δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητος (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος)». Και αυτό, γιατί «ο περιορισμός αυτός δεν παρίσταται απρόσφορος ούτε υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη του επιδιωκομένου με αυτόν σκοπού δημοσίου συμφέροντος, εν όψει άλλωστε και του ότι αφ’ ενός μεν δεν στερεί από το πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται τη δυνατότητα να κυκλοφορεί ελεύθερα εντός των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την επίδειξη ισχύοντος δελτίου ταυτότητος, αφ’ ετέρου δε, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 1 παρ. 3 περ. α΄ και β΄ του π.δ. 25/2004, παρέχεται η, κατ’ εξαίρεση, δυνατότητα προσωρινής χορήγησης διαβατηρίου» (σ.σ.: σε περιπτώσεις θεμάτων υγείας).Αναφέρεται, δε, ότι «η μη χορήγηση ή η αφαίρεση του διαβατηρίου δεν ενέχει κρίση περί της ενοχής του προσώπου κατά του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, και, συνεπώς, δεν ανατρέπει το τεκμήριο της αθωότητάς του (άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) για το ποινικό αδίκημα για το οποίο διώκεται».